- λείρινον
- λείρινοςmade of liliesmasc acc sgλείρινοςmade of liliesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λείρινος — λείρινος, ίνη, ον (Α) [λείριον] 1. κατασκευασμένος από κρίνα («ἔλαιον λείρινον», Γαλ.) 2. αυτός που μοιάζει με κρίνο 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («άνθος λείρινον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek